-
1 ἀοιδός
A singer, minstrel, bard, Il.24.720, Od.3.270, al., Hes.Th.95, Op.26, Sapph.92, etc.;ἀ. ἀνήρ Od.3.267
;θεῖος ἀ. 4.17
, 8.87, al.;τοῦ ἀρίστου ἀνθρώπων ἀ. Hdt.1.24
;πολλὰ ψεύδονται ἀ. Arist.Metaph. 983a4
: c.gen., γόων, χρησμῶν ἀοιδός, E.HF 110, Heracl. 403; πρᾶτος ἀ., of the cock, Theoc.18.56.2 fem., songstress,πολύϊδρις ἀ. Id.15.97
; of the nightingale, Hes.Op. 208; of the Sphinx, S.OT36, E.Ph. 1507 (lyr.);ἀοιδὸς Μοῦσα Id.Rh. 386
(lyr.).II as Adj., tuneful, musical,ἀοιδοτάταν ὄρνιθα E.Hel. 1109
(lyr.), cf. Theoc.12.7, Call.Del. 252, IG12(2).443.2 [voice] Pass., = ἀοίδιμος, famous,πολλὸν ἀοιδοτέρη Arcesil.
ap. D.L.4.30. -
2 αἰεναοιδός
αἰεν-αοιδός, όν,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αἰεναοιδός
См. также в других словарях:
αοιδός — Όνομα που έδιναν στην αρχαιότητα σε επαγγελματίες τραγουδιστές· οι α. αποτελούσαν ξεχωριστή επαγγελματική τάξη (φύλον α.)και ανήκαν στους δημιουργούς, ήταν δηλαδή άνθρωποι σεβαστοί γιατί ήξεραν να κάνουν κάτι. Πολλές πληροφορίες για τους α.… … Dictionary of Greek
μουσικός — ή, ό, θηλ. και ος μόνο ως ουσ. (ΑΜ μουσικός, ή, όν, Α δωρ. τ. μωσικός, ά, όν) [μούσα (Ι)] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μουσική τέχνη (α. «μουσική σύνθεση» β. «θέατρα ποιητῶν καὶ κύκλιοι χοροὶ καὶ μουσικὰ ἀκούσματα», Πλάτ.) 2. αυτός που… … Dictionary of Greek
μουσοπόλος — μουσοπόλος, ον (Α) 1. αυτός που υπηρετεί τις Μούσες, δηλ. ο ποιητικός 2. αυτός που συνοδεύεται από μουσική 3. το αρσ. ως ουσ. ὁ μουσοπόλος ο αοιδός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μοῦσα + πολος (< πέλω / πέλομαι «περιφέρομαι»), πρβλ. θεο πόλος, ονειρο πόλος] … Dictionary of Greek
μουσουργός — ο, η (Α μουσουργός, ιων. τ. μουσοεργός) αυτός που ασχολείται με τη μουσική τέχνη νεοελλ. συνθέτης μουσικών έργων, μουσικοσυνθέτης αρχ. αοιδός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μοῦσα + ουργός (< ἔργον), πρβλ. στιχ ουργός] … Dictionary of Greek